χάν

χάν
Κινεζική δυναστεία (206 π.Χ. – 220 μ.Χ.), που ιδρύθηκε από τον χωρικό Λιέου-Πανγκ, υποκινητή μιας από τις μεγαλύτερες εξεγέρσεις με την οποία ανέτρεψε τον προηγούμενο βασιλεύοντα οίκο. Κατά τους 4 αιώνες της βασιλείας των Χαν, η Κίνα επεκτάθηκε εδαφικά μέχρι την κεντρική Ασία, έως τα σύνορα με την Παρθία· χάρη στην ασφάλεια, που προσέφερε στους εμπόρους, οι οποίοι διέσχιζαν τις οδούς των καραβανιών και ιδιαίτερα τη λεκάνη του Ταρίμ, που πρώτα λυμαίνονταν συμμορίες ληστών, αναπτύχθηκαν σημαντικές εμπορικές σχέσεις μεταξύ Κίνας και Pωμαϊκής αυτοκρατορίας, την οποία οι Κινέζοι ονόμασαν Τα Τσ’ιν (μεγάλη αυτοκρατορία Τσ’ιν). Η οδός που διέσχιζαν και από τις δυο διευθύνσεις τα καραβάνια των εμπόρων ονομάστηκε οδός της μετάξης. Η μακρόχρονη περίοδος ισχύος, ειρήνης, γοήτρου και ευημερίας, που εξασφάλισε η αυτοκρατορία των Χαν, είχε ως αποτέλεσμα να της αποδίδεται, ιδιαίτερα, ο χαρακτηρισμός της κινεζικής αυτοκρατορίας και οι Κινέζοι ονομάστηκαν και αυτοί Γιοι των Χαν· το ιδεόγραμμα Χαν χρησιμοποιείται στα λεξικά για να υποδείξει την κινεζική γλώσσα. Χαν Καν: «Άλογα και Ιπποκόμοι». Κινέζικη τέχνη της περιόδου των Χαν: Ζωγραφικό έργο με μορφές αυλικών, προερχόμενο από τάφο της Λογιάγκ (Βοστώνη, Μουσείο Καλών Τεχνών). Χαν. Ανασκαφή στην επαρχία Σαντόγκ της Κίνας κατά την οποία αποκαλύφθηκαν πήλινοι πολεμιστές, χρονολογούμενοι την περίοδο της αυτοκρατορίας των Χαν (206 π.Χ. – 220 μ.Χ.) (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
(I)
ἁ, Α
(δωρ. τ.) βλ. χήνα.
————————
(II)
Α
κράση αντί τού καὶ ἃἄν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ΧΑΝ — Κινεζική δυναστεία (206 π.Χ. – 220 μ.Χ.), που ιδρύθηκε από τον χωρικό Λιέου Πανγκ, υποκινητή μιας από τις μεγαλύτερες εξεγέρσεις με την οποία ανέτρεψε τον προηγούμενο βασιλεύοντα οίκο. Κατά τους 4 αιώνες της βασιλείας των Χαν, η Κίνα επεκτάθηκε… …   Dictionary of Greek

  • χαν — Κινεζική δυναστεία (206 π.Χ. – 220 μ.Χ.), που ιδρύθηκε από τον χωρικό Λιέου Πανγκ, υποκινητή μιας από τις μεγαλύτερες εξεγέρσεις με την οποία ανέτρεψε τον προηγούμενο βασιλεύοντα οίκο. Κατά τους 4 αιώνες της βασιλείας των Χαν, η Κίνα επεκτάθηκε… …   Dictionary of Greek

  • χάν — χά̱ν , χάν goose masc nom/voc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'χαν — ἔχᾱν , χάω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἔχᾱν , χάω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χἄν — ἕν , εἷς sem neut nom/voc/acc sg ἕν , ἵημι Ja c io aor ind act 3rd pl (epic) ἕν , ἵημι Ja c io aor part act neut nom/voc/acc sg ἅ̱ν , ὅς yas fem acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαν(ν)ικό — το, Ν [χάννος] καθετή που κατασκευαζόταν παλαιότερα με νήμα από τρίχες αλόγου, κατάλληλη για την αλιεία τού χάννου, και άλλων ψαριών …   Dictionary of Greek

  • Χαν Καν — (720 – 780). Ορθή προφορά X. Κχαν. Κινέζος ζωγράφος. Θεωρείται κλασικός ζωγράφος της Κίνας. Ήταν αυλικός ζωγράφος και θεωρείται ιδιαίτερα αξιόλογος για τους πίνακές του που εικονίζουν ιππείς και άλογα. Στον X.K. οφείλεται και ένα εξαίρετης τέχνης …   Dictionary of Greek

  • Χαν, Αμαδαίος Εμμανουήλ — (Hahn, 1801 – 1867). Ελβετός φιλέλληνας, ο οποίος καταγόταν από τη Βέρνη. Το 1825 ήρθε στην Ελλάδα και κατατάχθηκε στον τακτικό στρατό. Διακρίθηκε για την ανδρεία του στις επιχειρήσεις της Τρίπολης και του Χαϊδαρίου και στην εκστρατεία της Χίου… …   Dictionary of Greek

  • Χαν, Γιόχαν — (Hahn, 1811 – 1869). Αυστριακός διπλωμάτης και συγγραφέας. Διετέλεσε πρόξενος της χώρας του στα Ιωάννινα (1847) και γενικός πρόξενος στη Σύρο (1851). Έγραψε Περιηγήσεις από το Βελιγράδι στη Θεσσαλονίκη (1861), Αλβανικά μελετήματα (1854), Ελληνικά …   Dictionary of Greek

  • Χάν, Γιόχαν — (Hahn). Γερμανός φιλέλληνας. Καταγόταν από το Ανόβερο. Ήρθε στην Ελλάδα τον Φεβρουάριο του 1822, μαζί με τον στρατηγό Κάρολο Νόρμαν. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα και διακρίθηκε για τον ηρωισμό του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”